amenable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]- σύμφωνος, πρόθυμος
- amenable to: επιδεκτικός, που υπόκειται σε, που δύναται να επηρεάσει τον/επηρεαστεί από, που επιδρά (ο ίδιος ή) πάνω του κάποιος-κάτι, που δυνητικά βρίσκεται υπό την επιρροή