ampliation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ampliation ampliations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ampliation (fr) θηλυκό

  1. επέκταση
  2. (κατ’ επέκταση) επικυρωμένο αντίγραφο διοικητικού ή συμβολαιογραφικού εγγράφου
  3. (φυσιολογία) αύξηση του θωρακικού όγκου κατά την εισπνοή

Συγγενικά[επεξεργασία]