anason

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anason < ελληνιστική κοινή ἄνισον, ἄννησον λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ.nɑˈsɔn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anason (tr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]