apartamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- apartamento < apartament- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apartamento | apartamentoj |
αιτιατική | apartamenton | apartamentojn |
apartamento (eo)
- το διαμέρισμα
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
apartamento < λατινική ad- + pars + -amentum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
apartamento | apartamentos |
apartamento (es) αρσενικό
- διαμέρισμα
- tiene un apartamento muy bonito - έχει ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- piso
- departamento
- apartamiento (Μεξικό)