araignée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʁɛ.ɲe/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
araignée araignées

araignée (fr)