archer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]archer (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
archer | archers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]archer (fr) αρσενικό
- ο τοξότης
- (αργκό) ο αστυνομικός