architectural
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
architectural (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
architectural < architecture
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
architectural (fr), architecturale (πληθυντικός: architecturaux, architecturales)