arctique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aʁk.tik/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arctique arctiques

arctique (fr) αρσενικό ή θηλυκό