aspartame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aspartame aspartames

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aspartame (fr) αρσενικό