asseoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.swaʁ/
 

asseoir (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία) και assoir (ορθογραφία του 1990)

  • (παραδοσιακή ορθογραφία)
  1. (μεταβατικό) καθίζω
  2. (μεταβατικό) εδραιώνω
    il a assis son autorité - εδραίωσε το κύρος του
  3. (pronominal: αντωνυμικό) κάθομαι