assisto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

assisto < ad + sisto

Ρήμα[επεξεργασία]

assisto

  1. παρίσταμαι
  2. βρίσκομαι
  3. προσέρχομαι
  4. (νομικός όρος) υπερασπίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]