astreinte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /asˈtʁɛ̃t/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
astreinte astreintes

astreinte (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]