attend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας attend
γ΄ ενικό ενεστώτα attends
αόριστος attended
παθητική μετοχή attended
ενεργητική μετοχή attending

Ρήμα[επεξεργασία]

attend (en)

  1. παρακολουθώ, προσέχω, ασχολούμαι με
  2. φροντίζω, περιποιούμαι
  3. παρακολουθώ, πηγαίνω
  4. (λόγιο) συνοδεύω

Σύνθετα[επεξεργασία]