attention

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attention (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η προσοχή, η πράξη του να ακούω, να κοιτάω ή να σκέφτομαι προσεκτικά κάτι ή κάποιον· ενδιαφέρον που δείχνουν οι άνθρωποι για κάποιον ή κάτι
    Pay attention to the safety instructions.
    Δώστε προσοχή στις οδηγίες ασφαλείας.
    Your attention, please.
    Την προσοχή σας, παρακαλώ.
  2. (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, ειδική φροντίδα, δράση ή θεραπεία
    The car needs daily attention.
    Το αυτοκίνητο θέλει καθημερινή φροντίδα.
     συνώνυμα: care



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
attention attentions

attention (fr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • (για επιστολή) à l'attention de: προς (κάποιον), με σκοπό να διαβαστεί από κάποιον

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]