attire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
attire attires

attire (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας attire
γ΄ ενικό ενεστώτα attires
αόριστος attired
παθητική μετοχή attired
ενεργητική μετοχή attiring

attire (en)