attributable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /əˈtrɪbjʊtəb(ə)l/
Επίθετο[επεξεργασία]
attributable (en)
- αποδόσιμος, που αποδίδεται ή οφείλεται σε κάτι άλλο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- attributable to: αποδόσιμος σε