augmentation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
augmentation < (κληρονομημένο) μέση αγγλική augmentation < παλαιά γαλλική augmentacion < λατινική augmentatio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
augmentation augmentations

augmentation (en)

  1. αυξητική, αύξηση
  2. ενίσχυση, υπερτόνιση, υπερτονισμός, έμφαση, τονισμός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
augmentation < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
augmentation augmentations

augmentation (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]