auréole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
auréole auréoles

auréole (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]