autostrada
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
autostrada (it)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | autostrada | autostrady |
γενική | autostrady | autostrad |
δοτική | autostradzie | autostradom |
αιτιατική | autostradę | autostrady |
οργανική | autostradą | autostradami |
τοπική | autostradzie | autostradach |
κλητική | autostrado | autostrady |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- autostrada < ιταλική autostrada
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
autostrada (pl) θηλυκό