auxiliaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
auxiliaire < λατινική auxiliarius

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔk.si.ljɛʁ/ ή
ΔΦΑ : /ok.si.ljɛʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
auxiliaire auxiliaires

auxiliaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
auxiliaire auxiliaires

auxiliaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό