avidité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

avidité < λατινική aviditas < avidus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.vi.di.te/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
avidité avidités

avidité (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]