avoidance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- avoidance < (κληρονομημένο) μέση αγγλική avoidaunce
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
avoidance | avoidances |
avoidance (en)
- η αποφυγή