bévue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /be.vy/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bévue bévues

bévue (fr) θηλυκό