badanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική badanie badania
γενική badania badań
δοτική badaniu badaniom
αιτιατική badanie badania
οργανική badaniem badaniami
τοπική badaniu badaniach
κλητική badanie badania

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
badanie < badać

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /baˈdãɲɛ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

badanie (pl) ουδέτερο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • δεν αναφέρεται στον έλεγχο γνώσεων ή των ικανοτήτων ενός ατόμου (egzamin)