baffle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας baffle
γ΄ ενικό ενεστώτα baffles
αόριστος baffled
παθητική μετοχή baffled
ενεργητική μετοχή baffling

baffle (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

baffle (fr) αρσενικό