bajeczka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική bajeczka bajeczki
γενική bajeczki bajeczek
δοτική bajeczce bajeczkom
αιτιατική bajecz bajeczki
οργανική bajecz bajeczkami
τοπική bajeczce bajeczkach
κλητική bajeczko bajeczki

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

bajeczka < υποκοριστικό του bajka

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bajeczka (pl) θηλυκό