bake

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bake bakes

bake (en)

  • φαγητό ψημένο στο φούρνο
    a pasta bake - ζυμαρικά στο φούρνο

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bake
γ΄ ενικό ενεστώτα bakes
αόριστος baked
παθητική μετοχή baked
ενεργητική μετοχή baking

bake (en)

  • ψήνω τροφή στο φούρνο με ελάχιστο ή καθόλου νερό ή λάδι, μαγειρευτός, μαγειρεμένος
    How do you prefer your fries: fried or baked?
    Πώς προτιμάς τις πατάτες, τηγανητές ή μαγειρευτές;
    baked potatoes - μαγειρεμένες πατάτες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη cook

Πηγές[επεξεργασία]



Βασκικά (eu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bake (eu)