ballon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ballon ballons

ballon (fr) αρσενικό

  1. το μπαλόνι
  2. το αερόστατο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ballon (nl)