bar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
bar < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰAr-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bar | bars |
bar (en)
- το μπαρ, κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά
- ↪ They went by all the bars on the beach.
- Πέρασαν απ' όλα τα μπαρ της παραλίας.
- ↪ They went by all the bars on the beach.
- το μπαρ, η μπάρα, μακρόστενη σανίδα σε μπαρ κτλ. όπου σερβίρονται ποτά
- ↪ He had so much that we couldn’t stand at the bar.
- Είχε τόσο, που δεν μπορούσαμε να σταθούμε στο μπαρ.
- ↪ He had so much that we couldn’t stand at the bar.
- μεταλλικός ράβδος
- η πλάκα προϊόντος
- ↪ a chocolate/soap bar ή a bar of soap/chocolate - πλάκα σαπουνιού/σοκολάτας
- η μπάρα, η οριζόντια δοκός που πρέπει να περάσει από πάνω της χωρίς να τη ρίξει ο αθλητής του άλματος εις ύψος ή του επι κοντώ
- (νομικός όρος) το δικηγορικό σώμα ή το δικηγορικό επάγγελμα ή οι εξετάσεις για να γίνει κανείς δικηγόρος
- (μουσική) η διαστολή, η κάθετη γραμμή που σημειώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
bar (en)
- εκτός (από)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bar |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bars |
αόριστος | barred |
παθητική μετοχή | barred |
ενεργητική μετοχή | barring |
bar (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- bar (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- bar (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- bar (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bar (sq)
- το γρασίδι
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bar | bars |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bar (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bar (it)
- το μπαρ
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bar (tr)
- το μπαρ
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Μουσική (αγγλικά)
- Προθέσεις (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Αλβανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αλβανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ψάρια (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (τουρκικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)