barn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
barn barns

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

barn (en)



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

barn (da) ουδέτερο (πληθυντικός børn (da))



Ισλανδικά (is)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

barn (is) ουδέτερο



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

barn (no) ουδέτερο