barre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
barre barres

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
barre < μέση γαλλική barre < παλαιά γαλλική barre < λατινική barra

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barre (fr) θηλυκό

  1. η μπάρα, η αμπάρα (λαϊκό), ο πήχης
  2. το τιμόνι