batiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.tist/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
batiste batistes

batiste (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]