baudet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

baudet < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
baudet baudets

baudet (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) ο γάιδαρος
  2. (θηλαστικό ζώο) αρσενικό γαϊδούρι, το μικρό της γαϊδούρας ή της φοράδας

Συνώνυμα[επεξεργασία]