bawełna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]bawełna < τσεχική bawlna (με επίδραση της πολωνικής wełna) < γερμανική Baumwolle
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bawełna (pl) θηλυκό
- το βαμβάκι