bazooka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bazooka bazookas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bazooka (fr) αρσενικό