beautifier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

beautifier < beautify + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
beautifier beautifiers

beautifier (en)

  1. καλλωπιστής, καλλωπίστρια
  2. (πληροφορική) συνώνυμο των: pretty-printer, code beautifier

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]