being

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

being (en)

a human being - ανθρώπινο ον

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

being (en)