bellow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: below, bellows

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɛloʊ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bellow bellows

bellow (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  ήχος μυκηθμού άλκης

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bellow
γ΄ ενικό ενεστώτα bellowes
αόριστος bellowed
παθητική μετοχή bellowed
ενεργητική μετοχή bellowing

bellow (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]