belt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
belt | belts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]belt (en)
- η ζώνη
- ↪ He is wearing a belt to protect his lower back.
- Αυτός φοράει ζώνη για να προστατέψει τη μέση του.
- ↪ He is wearing a belt to protect his lower back.
- ο ιμάντας