bien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bien biens

bien (fr) αρσενικό

  • το αγαθό
    l'incendie a détruit tous ses biens - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά

Επίρρημα[επεξεργασία]

bien (fr)

  • καλά
    Très bien. Bravo ! - Πολύ καλά. Μπράβο!

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bien (es) αρσενικό

el incendio ha destruido todos sus bienes - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά

Επίρρημα[επεξεργασία]

bien (es)



Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bien (fy)