bien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bien | biens |
bien (fr) αρσενικό
- το αγαθό
- l'incendie a détruit tous ses biens - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά
Επίρρημα[επεξεργασία]
bien (fr)
- καλά
- Très bien. Bravo ! - Πολύ καλά. Μπράβο!
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- bien administré: ευνομούμενος
- bien sûr
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bien (es) αρσενικό
- το αγαθό
- el incendio ha destruido todos sus bienes - η πυρκαγιά κατέστρεψε όλα του τα αγαθά
Επίρρημα[επεξεργασία]
bien (es)
Δυτικά φριζικά (fy)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bien (fy)
- το κόκαλο