binding

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbaɪndɪŋ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

binding (en)

  1. το δέσιμο
  2. το δέσιμο ενός βιβλίου, η βιβλιοδεσία
  3. (προγραμματισμός) δέσμευση[1] ή σύνδεση
     συνώνυμα: name binding

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

προγραμματισμός:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • binding στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Τεχνικές αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού, σελ. 24, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Πρόσβαση 2019-11-20