bisonne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bisonne bisonnes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bisonne (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]