blueberry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
blueberry blueberries

Ετυμολογία [επεξεργασία]

blueberry < blue + berry

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

blueberry (en)

  1. (φυτό) το μύρτιλο, το φυτό
  2. (φρούτο) το μύρτιλο, ο καρπός

Πηγές[επεξεργασία]