bluntly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός bluntly
συγκριτικός more bluntly
υπερθετικός most bluntly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bluntly < blunt + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

bluntly (en)

  • ωμά, χωρίς περιστροφές, λέω κάτι χωρίς να προσπαθώ να είμαι ευγενικός
    He spoke to me bluntly.
    Μου μίλησε ωμά.
    To put it bluntly
    Για να τα πούμε χωρίς περιστροφές