blurring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- blurring < to blur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
blurring | blurrings |
blurring (en)
ενικός | πληθυντικός |
blurring | blurrings |
blurring (en)