boa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boa (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boa boas

boa (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boa (it)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boa (pl) ουδέτερο