bomb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bomb bombs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bomb (en)

ενεστώτας bomb
γ΄ ενικό ενεστώτα bombs
αόριστος bombed
παθητική μετοχή bombed
ενεργητική μετοχή bombing

bomb (en)