bowyer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbəʊ.jə(ɹ)/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bowyer bowyers

bowyer (en)

  1. που πουλάει τόξα
  2. (παρωχημένο) τοξότης