bractée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bractée bractées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bractée (fr) θηλυκό