braid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
braid braids

braid (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας braid
γ΄ ενικό ενεστώτα braids
αόριστος braided
παθητική μετοχή braided
ενεργητική μετοχή braiding

braid (en)